- παραναγκάζω
- Α [αναγκάζω]1. κατορθώνω κάτι με βίαιο τρόπο2. ιατρ. φέρω κάτι κοντά σε άλλο αναγκάζοντας το («εἰ ἐγχρίπτων τις ἐς ἄλληλα τὰ ὀστέα παραναγκάζειν πειρᾱται», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραναγκασθείς — παραναγκάζω accomplish aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραναγκάζειν — παραναγκάζω accomplish pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek